σαμβαλούχη

σαμβαλούχη
σαμβᾰλούχη, ,
A shoe-case, Herod.7.19; also [suff] σαλπ-χίς, ίδος, , ib.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαμβαλούχη — ἡ, Α θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ούχη (< οῦχος* < ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • σαμβαλούχην — σαμβαλούχη shoe case fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”